παρωδώ

παρωδώ
παρώδησα, παραμορφώνω, διαστρέφω, παραποιώ σκόπιμα ή από αδυναμία λόγο ή πράγμα ή ενέργεια, ώστε το αποτέλεσμα να είναι γελοίο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρωδώ — παρῳδῶ, έω, ΝΜΑ [παρωδός] απομιμούμαι το ύφος, την τεχνοτροπία ή τις ιδέες κάποιου με σκοπό την πρόκληση γέλιου, υπερτονίζοντας τις αδυναμίες ή τις ιδιαιτερότητές του 2. διακωμωδώ, χλευάζω χρησιμοποιώντας το μέσο τής απομίμησης μσν. προσθέτω… …   Dictionary of Greek

  • παρωδῶ — παρά ὁδάω export and sell imperf ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TUBER — a Graeco τύφαρ, quod est, τύφος, seu ἔπαρσις, tumor, non dicitur nisi de rotundo et globoso, et proprie quidem notat tumorem vel abscessum corporis, qui in rotundum erumpit, Graecis φῦμα, φλύκταινα, ὐπόςτημα, τύλος. Inde ad fetum illum terrae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απαρωδήτως — ἀπαρῳδήτως επίρρ. (Μ) [παρῳδώ] χωρίς τροποποίηση, αμετάβλητα, αναλλοίωτα …   Dictionary of Greek

  • ευριπιδαριστοφανίζω — εὐριπιδαριστοφανίζω (Α) παρωδώ φράσεις τού Ευριπίδη όπως έκανε ο Αριστοφάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ευριπίδης + αριστοφαν ίζω (< Αριστοφάνης)] …   Dictionary of Greek

  • ιαμβοποιώ — ἰαμβοποιῶ, έω (Α) [ιαμβοποιός] 1. γράφω ιάμβους 2. παρωδώ …   Dictionary of Greek

  • μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… …   Dictionary of Greek

  • παρώδημα — τὸ, Μ [παρωδώ] κωμική παραποίηση που προκαλεί γέλια …   Dictionary of Greek

  • παρώδησις — ἡ, Α [παρωδώ] η παρωδία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”